πρωτόκολλο(ν)

πρωτόκολλο(ν)
τό
1) в разн. знач протокол; 2) акт (документ); 3) регистр (книга); 4) этикет (при дворах и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πρωτόκολλο(ν)" в других словарях:

  • πρωτόκολλο — το, πρωτόκολλον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο έγγραφο με το οποίο οι κατά τον νόμο αρμόδιοι υπάλληλοι πιστοποιούν παράβαση νόμου και επιβάλλουν, συνήθως, το προβλεπόμενο για την κάθε περίπτωση πρόστιμο («πρωτόκολλο δασικής παράβασης») 2. βιβλίο… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόκολλο — το 1. βιβλίο όπου καταχωρίζονται τα έγγραφα που παίρνει ή στέλνει μια υπηρεσία. 2. επίσημο έγγραφο που πιστοποιεί μια πράξη που έγινε: Πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής. 3. έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο κρατών. 4. το σύνολο κανόνων που ισχύουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παγκόσμιος Ιστός — (World Wide Web ή WWW). Το WWW είναι η ταχύτερα επεκτεινόμενη υπηρεσία του Internet. Το γραφικό περιβάλλον και οι δυνατότητες σύνδεσης των πληροφοριών (hypertext τεχνική) που διαθέτει, την κατέστησαν τη δημοφιλέστερη από τις υπηρεσίες του… …   Dictionary of Greek

  • Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση …   Dictionary of Greek

  • κάσος — Νησί (66 τ. χλμ., 990 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΔ της Καρπάθου, από την οποία χωρίζεται με το στενό Κ. με πλάτος 7 χλμ. · απέχει 3 ναυτικά μίλια από την Κάρπαθο και 27 από την Κρήτη.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκολλώ — άω, Ν καταχωρίζω έγγραφο σε πρωτόκολλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτόκολλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ἑλληνογαλλικὸν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • στρατόσφαιρα — Η ανώτερη ζώνη της ατμόσφαιρας. Η σ. χαρακτηρίζεται από σταθερή θερμοκρασία, ανάλογα με το ύψος. Η ύπαρξη της περιοχής αυτής στην ατμόσφαιρα, στην οποία η θερμοκρασία ελαττώνεται με το ύψος, αλλά μένει συνολικά στάσιμη και μάλιστα αυξάνει… …   Dictionary of Greek

  • χιμάρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυρρίχου (12 τ. χλμ.) και βρίσκεται NΔ του Γυθείου. II Κωμόπολη και επαρχία της Βόρειας Ηπείρου, κέντρο χριστιανικών και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»